-
1 παθητικως
1) страдательно, пассивно(κινεῖσθαι ὑπ΄ ἀλλήλων Plut.)
2) страстно, взволнованно, патетически(λέγειν Arst.)
3) грам. в страдательном залоге -
2 παθητικός
παθητικός, leidend, der Empfindung fähig, empfindlich; ψυχή, Tim. Locr. 102 e; Arist. categ. 6; τινός, eth. 2, 5 u. öfter, u. Folgde. – Dah. gefühlvoll, mit leidenschaftlichem Ausdrucke, pathetisch, Arist. rhet. 3, 7; παϑητικῶς λέγειν, ib. u. sp. Rhett.; – παϑητικὸν ῥῆμα, bei den Gramm. verbum passivum; u. so auch παϑητικῶς λέγειν, im pass.; auch vom med., E. M. 353, 46.
См. также в других словарях:
παθητικός — ή, ό (ΑΜ παθητικός, ή, όν) [παθητός] 1. αυτός που υφίσταται αδιαμαρτύρητα τα αποτελέσματα τών ενεργειών κάποιου άλλου («παθητική στάση») 2. ο γεμάτος πάθος, συγκίνηση ή αυτός που προκαλεί συγκίνηση («παθητική μελωδία») 3. γραμμ. αυτός που δηλώνει … Dictionary of Greek